Είναι πράγματι αξιοκρατικός ο γραπτός διαγωνισμός ΑΣΕΠ και πρέπει να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την επιλογή εκπαιδευτικών;

Της Βάγιας Τσιώλη.

Με αφορμή τον καταιγισμό ειδήσεων περί νέου διαγωνισμού ΑΣΕΠ για τους εκπαιδευτικούς, άναψε πάλι νέος γύρος συζητήσεων στο διαδίκτυο σχετικά με τη σκοπιμότητα ή μη ενός νέου γραπτού διαγωνισμού και σχετικά με την ποιοτική υπεροχή των ΑΣΕΠ-ιτών έναντι παντός άλλου εκπαιδευτικού. Είναι πράγματι αξιοκρατικός ο γραπτός διαγωνισμός ΑΣΕΠ και πρέπει να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την επιλογή εκπαιδευτικών;

Προσωπικά, φρονώ ότι θέμα τέτοιας υπεροχής δεν υφίσταται. Επιπλέον, είναι διχαστικό να δεχόμαστε και να διατυμπανίζουμε στην κοινωνία τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, με κριτήριο έναν τόσο βαθιά αναξιοκρατικό διαγωνισμό. Σας έχω λοιπόν νέα: ο τέλειος εκπαιδευτικός δεν υπάρχει. Καμιά παιδαγωγική ή καθηγητική σχολή δεν παράγει πλήρως καταρτισμένους εκπαιδευτικούς σε όλα τα αντικείμενα που εκείνοι θα κληθούν να διδάξουν στα πλαίσια του σχολικού αναλυτικού προγράμματος. Ως εκ τούτου ο καλός κι έμπειρος εκπαιδευτικός γίνεται στην πορεία και διαμορφώνεται στην πράξη και στην τάξη. Υπάρχουν, πράγματι, πολλά παραδείγματα ΑΣΕΠ-ιτών που δεν μπορούν να σταθούν στη σχολική αίθουσα. Και, για να χρησιμοποιήσω αριστοτελικούς όρους, χρειάζεται «πείρα» και «χρόνο». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πριμοδοτώ και τους «προϋπηρεσάκηδες», καθώς πολλές από αυτές τις προϋπηρεσίες αποκτήθηκαν με ρουσφετολογικό τρόπο.

Ένας δικαιότερος τρόπος επιλογής εκπαιδευτικών θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, εκείνος που θα λάμβανε υπόψη περισσότερες από μία παραμέτρους, όπως έτος κτήσης πτυχίου, προϋπηρεσία, βαθμός πτυχίου, τίτλοι μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί, κοινωνικά κριτήρια και – εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί ήδη γραπτοί διαγωνισμοί, θα ήταν άδικο να μη ληφθούν υπόψη (όπως και οι προϋπηρεσίες)– επιτυχίες σε παλαιότερους γραπτούς διαγωνισμούς.

Αλλά έλεος πια με την «καραμέλα» του αναξιοκρατικού γραπτού διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, στον οποίο υπήρξα επιτυχούσα παρεμπιπτόντως, για να προλάβω διάφορες κακόβουλες επιθέσεις, ότι τάχα μιλώ απαξιωτικά γι’ αυτόν, επειδή δε συμμετείχα ή απέτυχα. Όλοι αυτοί οι διαγωνισμοί του δημοσίου υπάγονται στον νόμο προσφοράς και ζήτησης, καταλάβετέ το. Που σημαίνει ότι η εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου, που έχει και τον τελικό λόγο γι’ αυτούς, ορίζει εκ των προτέρων πόσες θέσεις αναλογούν σε κάθε ειδικότητα. Όταν, λοιπόν, μια ειδικότητα π.χ. οι πληροφορικοί, έχουν μεγάλη ζήτηση, θα έχουν κι έναν ανάλογα διαμορφωμένο διαγωνισμό, με ανάλογο σκεπτικό στη διαμόρφωση των ερωτήσεων. Για να το δώσω σχηματικά: μεγάλη ζήτηση =βατά θέματα, μικρή ζήτηση = εξαιρετικής δυσκολίας θέματα, που βασίζονται στο «περίεργο», στην «παγίδα», στη λεπτομέρεια της λεπτομέρειας κι άρα απευθύνονται σε παπαγάλους και αριθμομνήμονες, και μάλιστα στα όρια του ψυχαναγκασμού.

Τι σημαίνει τάχα «επιτυχία» στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ;

1. Σημαίνει οπωσδήποτε ότι κάποιος υποψήφιος που πέτυχε ασχολήθηκε. Δηλαδή διάβασε για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Αυτό είναι άλλωστε βασική προϋπόθεση. Αλλά το ερώτημα εδώ που τίθεται, κατά τη γνώμη μου, είναι: διαβάζει (σ.σ. είναι καταρτισμένος) μόνο όποιος παίρνει μέρος και πετυχαίνει σ’ αυτόν τον διαγωνισμό; Και το διάβασμα, η μελέτη, η έρευνα, η προϋπηρεσία σε δημόσιο και σε ιδιωτικό τομέα – για παράδειγμα, το να διδάσκει κανείς σε τάξεις φροντιστηρίων σάς φαίνεται εύκολη υπόθεση; όσοι κινείστε στον χώρο αυτόν γνωρίζεται πολύ καλά την απάντηση και ξέρετε πόσο δύσκολο είναι και πόση πίεση και πόσες αξιολογήσεις δέχεται ο εκπαιδευτικός καθημερινά – όλα τα παραπάνω, λοιπόν, δεν είναι απόδειξη κατάρτισης και παιδαγωγικής επάρκειας για έναν εκπαιδευτικό; Τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά; κι αν εδώ θα μπορούσε να προκύψει εύλογη ένσταση για μερικά αμφιβόλου ποιότητας από Παν/μια και Κολέγια που τα δίνουν με τη … σέσουλα, αρκεί να υπάρξει το ανάλογο χρηματικό τίμημα, ωστόσο, εξαιτίας αυτών των περιπτώσεων είναι άδικο να απαξιώνεται και να μένει στο «συρτάρι» το δίπλωμα ενός μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου που με κόπο αποκτήθηκε.

2. Σημαίνει ότι παρακολούθησε μαθήματα σε ειδικά φροντιστήρια και κατέβαλε υψηλά χρηματικά ποσά ή του παρασχέθηκαν οι ανάλογες σημειώσεις από συγγενείς και φίλους που είχαν ήδη «επιτυχία» σε βαθμό διορισμού, οπότε καταλήγουμε πάλι στο ίδιο σημείο (οι εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα): πόσοι από τους διοριστέους και τους επιτυχόντες, ιδίως για τους γραπτούς διαγωνισμούς με μικρή ζήτηση και μεγάλη προσφορά (βλ. φιλολόγων) παρακολούθησαν μαθήματα σε εξειδικευμένα ως προς τον διαγωνισμό αυτό φροντιστήρια με κόστος διόλου ευκαταφρόνητο; 500 με 600 ευρώ ήταν το κόστος, για να παρακολουθήσει ο ενδιαφερόμενος ένα και μόνο γνωστικό αντικείμενο για μια περίοδο περίπου 6-12 μηνών. Υπολογίστε τώρα εσείς, για τους φιλολόγους ας πούμε, τέσσερα γνωστικά αντικείμενα, συν ένα της παιδαγωγικής, συν ένα της διδακτικής, πόσα χρήματα έβγαιναν από τις τσέπες των υποψηφίων. Κατά τ’ άλλα, θυμίστε μου, η ελληνική κοινωνία είναι υπέρ ή κατά της παραπαιδείας;

Για την ιστορία δηλώνω ότι αναγκάστηκα να παρακολουθήσω μαθήματα Παιδαγωγικής σε τέτοιου είδους φροντιστήριο, μια και η Σχολή απ’ την οποία αποφοίτησα δε με κάλυψε διόλου στο συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο. Δεν είχα λοιπόν ιδέα, ποια βιβλία είναι κατάλληλα; ποιοι συγγραφείς; ποια η «λογική» των ερωτήσεων (multiple choice); Οι ίδιες ανεπάρκειες –απολύτως αναμενόμενες και λογικές – οι ίδιες απορίες και αγωνίες έσπρωξαν χιλιάδες κόσμου σε αυτήν την κατεύθυνση. Και για να κάνουνε «πάρτι», ως συνήθως, λίγοι.

3. Αυτή λοιπόν είναι η «επιτυχία»; Και δε μιλούμε για υποψήφιο 17χρονο πανελλαδικών εξετάσεων που τα φροντιστηριακά μαθήματα δικαιολογούνται ή και επιβάλλονται, μιλούμε για γνωστικά διαμορφωμένους αποφοίτους πανεπιστημιακών σχολών. Που πολλοί εξ αυτών θα κληθούν να υπηρετήσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα – υποτίθεται – παιδοκεντρικό, ομαδοσυνεργατικό, μη εξετασιοκεντρικό (εδώ γελάμε, πράγματι) και που στοχεύει στα παιδαγωγικά ιδεώδη: ήθος, κοινωνικοποίηση, κριτική σκέψη. Όλα αυτά μένουν απλώς ωραία κι εντυπωσιακά επιχειρήματα για πολιτική ομιλία ή για το μάθημα της έκθεσης, καθώς ουδεμία σχέση έχουν με τον εν λόγω γραπτό διαγωνισμό (και με την εκπαιδευτική πραγματικότητα εν γένει, τολμώ να πω). Εδώ αξίζει να μνημονεύσω το εύστοχο άρθρο του καθηγητή Θ. Παπαγγελή στο «Βήμα», που περιγράφει εξόχως το «ποιόν» αυτού του διαγωνισμού και να παραθέσω ενδεικτικά το παρακάτω απόσπασμα: «Και βέβαια ο τζόγος του «multiple choice» δεν έλειπε: όσοι και όσες είχαν έτοιμες (εκ περιουσίας ή εκ μελέτης) σημαντικές απαντήσεις για σημαντικά ζητήματα αρχαιογνωσίας κλήθηκαν, αντ’ αυτού, να προβληματιστούν τίνος τα γενέθλια έρχονται πρώτα, του Εκαταίου ή του Φερεκύδη; Κάποιος από την επιτροπή πρέπει να μπέρδεψε το νόημα της συγκεκριμένης εξέτασης με τα τερτίπια των τηλεοπτικών «κουίζ» γνώσης. Να το πούμε ωμά και απλά: το πνεύμα και το γράμμα αυτής της δοκιμασίας επιβεβαιώνει και επιβραβεύει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο το πιο χρόνιο και αντιπαθές από τα εκπαιδευτικά μας κουσούρια – την αποστήθιση. Θα τολμούσα να το θέσω και οξύτερα: υποθάλπει το είδος της αριθμομνήμονος προπόνησης που οι αξιοπρεπείς δάσκαλοι και παιδαγωγοί θα πρέπει να έχουν ήδη κλειδώσει στο χρονοντούλαπο της εκπαιδευτικής ιστορίας. Ο διαγωνισμός, αεί μεταμορφούμενος και παρά λόγον απρόβλεπτος, κάνει ήδη εκπτώσεις ουσίας «εν ου παικτοίς». Το πράγμα χρειάζεται πολλή και βαθιά σκέψη, αλλά πριν από αυτό χρειάζεται όλοι μας να ζητήσουμε συγγνώμη από όλους εκείνους και όλες εκείνες που, διαμέσου του διαγωνισμού, πληρώνουν τις ανορθολογικές πολιτικές και εκπαιδευτικές επιλογές δεκαετιών

4. Κλείνοντας το σύντομο αυτό άρθρο (θα μπορούσε κανείς να πει ακόμη πιο πολλά), θα ήθελα να επισημάνω και μια άλλη μεγάλη αδικία που παράγει ο γραπτός αυτός διαγωνισμός και συνάγεται ολοφάνερα από τα παραπάνω: υπό τη «λογική» που τον διακατέχει απευθύνεται τελικώς σε συγκεκριμένες ηλικίες και σε συγκεκριμένες τσέπες. Εκείνοι που μπορούν να αφιερώνουν άπειρες ώρες καθημερινά για δυο και πλέον χρόνια διαβάσματος (παπαγαλίας), χωρίς να εργάζονται και χωρίς να έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις είναι οι νεαροί πτυχιούχοι. Κι εκείνοι που μπορούν να γραφτούν και να παρακολουθήσουν μαθήματα σε εξειδικευμένα φροντιστήρια, τα οποία θα τους βοηθήσουν να μειώσουν αισθητά τον κόπο του προσωπικού ψαξίματος, να «σμικρύνουν» τον χρόνο που απαιτεί κάτι τέτοιο και που θα τους μυήσουν στη «λογική» αυτού του διαγωνισμού, είναι εκείνοι που και κατέχουν τα ανάλογα χρηματικά ποσά και την ευχέρεια να τα διαθέσουν γι’ αυτόν τον σκοπό (που και πάλι κανείς δεν εγγυάται τίποτα). Ανεξαρτήτως όμως του τελικού αποτελέσματος, έχουν τούτοι εδώ ένα σαφές προβάδισμα στον γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ έναντι των υπολοίπων υποψηφίων εκπαιδευτικών, που δεν ανήκουν σε αυτές τις δυο κατηγορίες; Νομίζω πως ναι.

Και για να θυμηθώ πάλι τον Αριστοτέλη: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο άνισο από την ίση μεταχείριση μεταξύ ανίσων». Σκεφτείτε όμως, αν η «ίση» μεταχείριση είναι ένας γραπτός διαγωνισμός ΑΣΕΠ κι αν η δικαιοσύνη εξαντλείται στο πλαίσιο και την ουσία αυτού του διαγωνισμού. Αλήθεια, αυτός μας καθιστά άξιους και μας χαρακτηρίζει;

Αποτέλεσμα εικόνας για εκπαίδευση εικόνες